Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαναλικμάω
προσαναλίσκω
προσανάλλομαι
προσαναλογίζομαι
προσαναλύω
προσαναμείγνυμι
προσαναμένω
προσαναμετρέω
προσαναμιμνήσκω
προσανανεόομαι
προσαναξαίνω
προσαναξηραίνω
προσαναξύω
προσαναπαύω
προσαναπείθω
προσαναπειράομαι
προσαναπέμπλημι
προσαναπέμπω
προσαναπηδάω
προσαναπίπτω
προσαναπλάσσω
View word page
προσαναξαίνω
stimulate as well

ShortDef

stimulate as well

Debugging

Headword:
προσαναξαίνω
Headword (normalized):
προσαναξαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσαναξαινω
IDX:
74786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74787
Key:

Data

{'content': 'stimulate as well'}