Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαναλέγω
προσαναλικμάω
προσαναλίσκω
προσανάλλομαι
προσαναλογίζομαι
προσαναλύω
προσαναμείγνυμι
προσαναμένω
προσαναμετρέω
προσαναμιμνήσκω
προσανανεόομαι
προσαναξαίνω
προσαναξηραίνω
προσαναξύω
προσαναπαύω
προσαναπείθω
προσαναπειράομαι
προσαναπέμπλημι
προσαναπέμπω
προσαναπηδάω
προσαναπίπτω
View word page
προσανανεόομαι
recall afresh to memory

ShortDef

recall afresh to memory

Debugging

Headword:
προσανανεόομαι
Headword (normalized):
προσανανεόομαι
Headword (normalized/stripped):
προσανανεοομαι
IDX:
74785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74786
Key:

Data

{'content': 'recall afresh to memory'}