Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσανακύπτω
προσαναλαμβάνω
προσαναλέγω
προσαναλικμάω
προσαναλίσκω
προσανάλλομαι
προσαναλογίζομαι
προσαναλύω
προσαναμείγνυμι
προσαναμένω
προσαναμετρέω
προσαναμιμνήσκω
προσανανεόομαι
προσαναξαίνω
προσαναξηραίνω
προσαναξύω
προσαναπαύω
προσαναπείθω
προσαναπειράομαι
προσαναπέμπλημι
προσαναπέμπω
View word page
προσαναμετρέω
measure up
ShortDef
measure up
Debugging
Headword:
προσαναμετρέω
Headword (normalized):
προσαναμετρέω
Headword (normalized/stripped):
προσαναμετρεω
IDX:
74783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74784
Key:
Data
{'content': 'measure up'}