Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνήδομαι
ἀνήδονος
ἀνήδυντος
ἀνηθέλαιον
ἀνηθίκευτος
ἀνήθινος
ἀνηθίτης
ἀνηθοειδής
ἄνηθον
ἀνηθοποίητος
ἀνήκεστος
ἀνηκίδωτος
ἀνηκοέω
ἀνηκοΐα
ἀνήκοος
ἀνηκουστέω
ἀνηκουστία
ἀνήκουστος
ἀνήκω
ἀνηλάκατος
ἀνήλατος
View word page
ἀνήκεστος
not to be healed, incurable, irreparable, fatal

ShortDef

not to be healed, incurable, irreparable, fatal

Debugging

Headword:
ἀνήκεστος
Headword (normalized):
ἀνήκεστος
Headword (normalized/stripped):
ανηκεστος
IDX:
7477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7478
Key:

Data

{'content': 'not to be healed, incurable, irreparable, fatal'}