Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσανακοινόομαι
προσανακόπτω
προσανακουφίζω
προσανακρίνω
προσανακτάομαι
προσανακύπτω
προσαναλαμβάνω
προσαναλέγω
προσαναλικμάω
προσαναλίσκω
προσανάλλομαι
προσαναλογίζομαι
προσαναλύω
προσαναμείγνυμι
προσαναμένω
προσαναμετρέω
προσαναμιμνήσκω
προσανανεόομαι
προσαναξαίνω
προσαναξηραίνω
προσαναξύω
View word page
προσανάλλομαι
leap up at

ShortDef

leap up at

Debugging

Headword:
προσανάλλομαι
Headword (normalized):
προσανάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαναλλομαι
IDX:
74778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74779
Key:

Data

{'content': 'leap up at'}