Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσανακλάω
προσανάκλιμα
προσανακλίνω
προσανάκλισις
προσανακοινόομαι
προσανακόπτω
προσανακουφίζω
προσανακρίνω
προσανακτάομαι
προσανακύπτω
προσαναλαμβάνω
προσαναλέγω
προσαναλικμάω
προσαναλίσκω
προσανάλλομαι
προσαναλογίζομαι
προσαναλύω
προσαναμείγνυμι
προσαναμένω
προσαναμετρέω
προσαναμιμνήσκω
View word page
προσαναλαμβάνω
to take in besides

ShortDef

to take in besides

Debugging

Headword:
προσαναλαμβάνω
Headword (normalized):
προσαναλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προσαναλαμβανω
IDX:
74774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74775
Key:

Data

{'content': 'to take in besides'}