Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσανακεφαλαιόομαι
προσανακλάω
προσανάκλιμα
προσανακλίνω
προσανάκλισις
προσανακοινόομαι
προσανακόπτω
προσανακουφίζω
προσανακρίνω
προσανακτάομαι
προσανακύπτω
προσαναλαμβάνω
προσαναλέγω
προσαναλικμάω
προσαναλίσκω
προσανάλλομαι
προσαναλογίζομαι
προσαναλύω
προσαναμείγνυμι
προσαναμένω
προσαναμετρέω
View word page
προσανακύπτω
to be reinvigorated besides
ShortDef
to be reinvigorated besides
Debugging
Headword:
προσανακύπτω
Headword (normalized):
προσανακύπτω
Headword (normalized/stripped):
προσανακυπτω
IDX:
74773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74774
Key:
Data
{'content': 'to be reinvigorated besides'}