Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσανάκειμαι
προσανακεράννυμαι
προσανακεφαλαιόομαι
προσανακλάω
προσανάκλιμα
προσανακλίνω
προσανάκλισις
προσανακοινόομαι
προσανακόπτω
προσανακουφίζω
προσανακρίνω
προσανακτάομαι
προσανακύπτω
προσαναλαμβάνω
προσαναλέγω
προσαναλικμάω
προσαναλίσκω
προσανάλλομαι
προσαναλογίζομαι
προσαναλύω
προσαναμείγνυμι
View word page
προσανακρίνω
inquire further

ShortDef

inquire further

Debugging

Headword:
προσανακρίνω
Headword (normalized):
προσανακρίνω
Headword (normalized/stripped):
προσανακρινω
IDX:
74771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74772
Key:

Data

{'content': 'inquire further'}