Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσανακαλύπτω
προσανακάμπτω
προσανάκειμαι
προσανακεράννυμαι
προσανακεφαλαιόομαι
προσανακλάω
προσανάκλιμα
προσανακλίνω
προσανάκλισις
προσανακοινόομαι
προσανακόπτω
προσανακουφίζω
προσανακρίνω
προσανακτάομαι
προσανακύπτω
προσαναλαμβάνω
προσαναλέγω
προσαναλικμάω
προσαναλίσκω
προσανάλλομαι
προσαναλογίζομαι
View word page
προσανακόπτω
beat up in addition

ShortDef

beat up in addition

Debugging

Headword:
προσανακόπτω
Headword (normalized):
προσανακόπτω
Headword (normalized/stripped):
προσανακοπτω
IDX:
74769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74770
Key:

Data

{'content': 'beat up in addition'}