Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαναισιμόομαι
προσανακαθαίρω
προσανακαθίζω
προσανακαίω
προσανακαλύπτω
προσανακάμπτω
προσανάκειμαι
προσανακεράννυμαι
προσανακεφαλαιόομαι
προσανακλάω
προσανάκλιμα
προσανακλίνω
προσανάκλισις
προσανακοινόομαι
προσανακόπτω
προσανακουφίζω
προσανακρίνω
προσανακτάομαι
προσανακύπτω
προσαναλαμβάνω
προσαναλέγω
View word page
προσανάκλιμα
that on which one leans

ShortDef

that on which one leans

Debugging

Headword:
προσανάκλιμα
Headword (normalized):
προσανάκλιμα
Headword (normalized/stripped):
προσανακλιμα
IDX:
74765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74766
Key:

Data

{'content': 'that on which one leans'}