Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσακτέον
προσακτέος
προσακτρίδες
προσαλαζονεύω
προσαλείφω
προσάλειψις
προσαλίγκιος
προσαλίσκομαι
προσάλληλος
προσάλλομαι
προσαλλοτριόομαι
προσαλλοτρίωσις
προσάλπειος
προσάλπιος
πρόσαλσις
προσαμείβομαι
προσαμέλγομαι
προσαμιλλάομαι
προσαμπέχω
προσαμύνω
προσαμύσσω
View word page
προσαλλοτριόομαι
to be alienated

ShortDef

to be alienated

Debugging

Headword:
προσαλλοτριόομαι
Headword (normalized):
προσαλλοτριόομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαλλοτριοομαι
IDX:
74725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74726
Key:

Data

{'content': 'to be alienated'}