Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαιονάω
προσαιονητέον
προσαιρέομαι
προσαίρω
προσαισθάνομαι
προσαΐσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαίτησις
προσαιτητικός
προσαιτιάομαι
προσαιωρέομαι
προσακοντίζω
προσακούω
προσακριβόω
προσακροβολίζομαι
προσακτέον
προσακτέος
προσακτρίδες
προσαλαζονεύω
προσαλείφω
View word page
προσαιτιάομαι
to accuse besides

ShortDef

to accuse besides

Debugging

Headword:
προσαιτιάομαι
Headword (normalized):
προσαιτιάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαιτιαομαι
IDX:
74709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74710
Key:

Data

{'content': 'to accuse besides'}