Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσαδικέω
προσᾴδω
προσαθροίζω
προσαθυμέω
προσαιθρίζω
προσαικάλλω
προσαικίζομαι
προσαιονάω
προσαιονητέον
προσαιρέομαι
προσαίρω
προσαισθάνομαι
προσαΐσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαίτησις
προσαιτητικός
προσαιτιάομαι
προσαιωρέομαι
προσακοντίζω
προσακούω
View word page
προσαίρω
bring (food, drink) to a person, administer
ShortDef
bring (food, drink) to a person, administer
Debugging
Headword:
προσαίρω
Headword (normalized):
προσαίρω
Headword (normalized/stripped):
προσαιρω
IDX:
74702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74703
Key:
Data
{'content': 'bring (food, drink) to a person, administer'}