Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγωγίς
προσαγωγός
προσαγωνίζομαι
προσαδικέω
προσᾴδω
προσαθροίζω
προσαθυμέω
προσαιθρίζω
προσαικάλλω
προσαικίζομαι
προσαιονάω
προσαιονητέον
προσαιρέομαι
προσαίρω
προσαισθάνομαι
προσαΐσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαίτησις
View word page
προσαικάλλω
fawn upon
ShortDef
fawn upon
Debugging
Headword:
προσαικάλλω
Headword (normalized):
προσαικάλλω
Headword (normalized/stripped):
προσαικαλλω
IDX:
74697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74698
Key:
Data
{'content': 'fawn upon'}