Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαγωγεῖον
προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγωγίς
προσαγωγός
προσαγωνίζομαι
προσαδικέω
προσᾴδω
προσαθροίζω
προσαθυμέω
προσαιθρίζω
προσαικάλλω
προσαικίζομαι
προσαιονάω
προσαιονητέον
προσαιρέομαι
προσαίρω
προσαισθάνομαι
προσαΐσσω
προσαιτέω
προσαίτης
View word page
προσαιθρίζω
to raise high in air

ShortDef

to raise high in air

Debugging

Headword:
προσαιθρίζω
Headword (normalized):
προσαιθρίζω
Headword (normalized/stripped):
προσαιθριζω
IDX:
74696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74697
Key:

Data

{'content': 'to raise high in air'}