Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαγορεύω
προσαγριαίνω
προσαγρυπνέω
προσάγω
προσαγωγεῖον
προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγωγίς
προσαγωγός
προσαγωνίζομαι
προσαδικέω
προσᾴδω
προσαθροίζω
προσαθυμέω
προσαιθρίζω
προσαικάλλω
προσαικίζομαι
προσαιονάω
προσαιονητέον
προσαιρέομαι
προσαίρω
View word page
προσαδικέω
do

ShortDef

do

Debugging

Headword:
προσαδικέω
Headword (normalized):
προσαδικέω
Headword (normalized/stripped):
προσαδικεω
IDX:
74692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74693
Key:

Data

{'content': 'do'}