Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαγορευτέος
προσαγορευτικός
προσαγορεύω
προσαγριαίνω
προσαγρυπνέω
προσάγω
προσαγωγεῖον
προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγωγίς
προσαγωγός
προσαγωνίζομαι
προσαδικέω
προσᾴδω
προσαθροίζω
προσαθυμέω
προσαιθρίζω
προσαικάλλω
προσαικίζομαι
προσαιονάω
προσαιονητέον
View word page
προσαγωγός
attractive, persuasive

ShortDef

attractive, persuasive

Debugging

Headword:
προσαγωγός
Headword (normalized):
προσαγωγός
Headword (normalized/stripped):
προσαγωγος
IDX:
74690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74691
Key:

Data

{'content': 'attractive, persuasive'}