Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσαγόρευσις
προσαγορευτέος
προσαγορευτικός
προσαγορεύω
προσαγριαίνω
προσαγρυπνέω
προσάγω
προσαγωγεῖον
προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγωγίς
προσαγωγός
προσαγωνίζομαι
προσαδικέω
προσᾴδω
προσαθροίζω
προσαθυμέω
προσαιθρίζω
προσαικάλλω
προσαικίζομαι
προσαιονάω
View word page
προσαγωγίς
transport (ship); female ‘agent provocateur’, spy
ShortDef
transport (ship); female ‘agent provocateur’, spy
Debugging
Headword:
προσαγωγίς
Headword (normalized):
προσαγωγίς
Headword (normalized/stripped):
προσαγωγις
IDX:
74689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74690
Key:
Data
{'content': 'transport (ship); female ‘agent provocateur’, spy'}