Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαγοράζω
προσαγόρευμα
προσαγόρευσις
προσαγορευτέος
προσαγορευτικός
προσαγορεύω
προσαγριαίνω
προσαγρυπνέω
προσάγω
προσαγωγεῖον
προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγωγίς
προσαγωγός
προσαγωνίζομαι
προσαδικέω
προσᾴδω
προσαθροίζω
προσαθυμέω
προσαιθρίζω
προσαικάλλω
View word page
προσαγωγεύς
one who brings to

ShortDef

one who brings to

Debugging

Headword:
προσαγωγεύς
Headword (normalized):
προσαγωγεύς
Headword (normalized/stripped):
προσαγωγευς
IDX:
74687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74688
Key:

Data

{'content': 'one who brings to'}