Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσάγγελμα
προσαγγελτής
προσαγελάζω
προσάγιος
προσαγκαλίζομαι
προσαγκυλόομαι
προσαγλαΐζομαι
προσαγνοέω
προσάγνυμαι
προσαγοράζω
προσαγόρευμα
προσαγόρευσις
προσαγορευτέος
προσαγορευτικός
προσαγορεύω
προσαγριαίνω
προσαγρυπνέω
προσάγω
προσαγωγεῖον
προσαγωγεύς
προσαγωγή
View word page
προσαγόρευμα
appellation, name

ShortDef

appellation, name

Debugging

Headword:
προσαγόρευμα
Headword (normalized):
προσαγόρευμα
Headword (normalized/stripped):
προσαγορευμα
IDX:
74678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74679
Key:

Data

{'content': 'appellation, name'}