Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσάγαμαι
προσαγανακτέω
προσαγγελία
προσαγγέλλω
προσάγγελμα
προσαγγελτής
προσαγελάζω
προσάγιος
προσαγκαλίζομαι
προσαγκυλόομαι
προσαγλαΐζομαι
προσαγνοέω
προσάγνυμαι
προσαγοράζω
προσαγόρευμα
προσαγόρευσις
προσαγορευτέος
προσαγορευτικός
προσαγορεύω
προσαγριαίνω
προσαγρυπνέω
View word page
προσαγλαΐζομαι
to be adorned besides

ShortDef

to be adorned besides

Debugging

Headword:
προσαγλαΐζομαι
Headword (normalized):
προσαγλαΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαγλαιζομαι
IDX:
74674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74675
Key:

Data

{'content': 'to be adorned besides'}