Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρός
προσάββατον
προσαγάλλω
προσάγαμαι
προσαγανακτέω
προσαγγελία
προσαγγέλλω
προσάγγελμα
προσαγγελτής
προσαγελάζω
προσάγιος
προσαγκαλίζομαι
προσαγκυλόομαι
προσαγλαΐζομαι
προσαγνοέω
προσάγνυμαι
προσαγοράζω
προσαγόρευμα
προσαγόρευσις
προσαγορευτέος
προσαγορευτικός
View word page
προσάγιος
capable of being brought into court

ShortDef

capable of being brought into court

Debugging

Headword:
προσάγιος
Headword (normalized):
προσάγιος
Headword (normalized/stripped):
προσαγιος
IDX:
74671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74672
Key:

Data

{'content': 'capable of being brought into court'}