Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προρρητέον
προρρητικός
πρόρρητος
πρόρριζος
προρρυθμίζω
πρόρυτος
πρός
προσάββατον
προσαγάλλω
προσάγαμαι
προσαγανακτέω
προσαγγελία
προσαγγέλλω
προσάγγελμα
προσαγγελτής
προσαγελάζω
προσάγιος
προσαγκαλίζομαι
προσαγκυλόομαι
προσαγλαΐζομαι
προσαγνοέω
View word page
προσαγανακτέω
to be angry besides

ShortDef

to be angry besides

Debugging

Headword:
προσαγανακτέω
Headword (normalized):
προσαγανακτέω
Headword (normalized/stripped):
προσαγανακτεω
IDX:
74665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74666
Key:

Data

{'content': 'to be angry besides'}