Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προρραίνω
πρόρρευσις
πρόρρηγμα
προρρήγνυμαι
πρόρρημα
πρόρρησις
προρρητέον
προρρητικός
πρόρρητος
πρόρριζος
προρρυθμίζω
πρόρυτος
πρός
προσάββατον
προσαγάλλω
προσάγαμαι
προσαγανακτέω
προσαγγελία
προσαγγέλλω
προσάγγελμα
προσαγγελτής
View word page
προρρυθμίζω
regulate before

ShortDef

regulate before

Debugging

Headword:
προρρυθμίζω
Headword (normalized):
προρρυθμίζω
Headword (normalized/stripped):
προρρυθμιζω
IDX:
74659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74660
Key:

Data

{'content': 'regulate before'}