Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπωγώνιον
προπωλέω
προπώλης
προπωλητικός
προρέω
προρεών
προροφάνω
προρραίνω
πρόρρευσις
πρόρρηγμα
προρρήγνυμαι
πρόρρημα
πρόρρησις
προρρητέον
προρρητικός
πρόρρητος
πρόρριζος
προρρυθμίζω
πρόρυτος
πρός
προσάββατον
View word page
προρρήγνυμαι
to be ruptured previously
ShortDef
to be ruptured previously
Debugging
Headword:
προρρήγνυμαι
Headword (normalized):
προρρήγνυμαι
Headword (normalized/stripped):
προρρηγνυμαι
IDX:
74652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74653
Key:
Data
{'content': 'to be ruptured previously'}