Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπυριάω
προπυρόω
πρόπυστος
προπωγώνιον
προπωλέω
προπώλης
προπωλητικός
προρέω
προρεών
προροφάνω
προρραίνω
πρόρρευσις
πρόρρηγμα
προρρήγνυμαι
πρόρρημα
πρόρρησις
προρρητέον
προρρητικός
πρόρρητος
πρόρριζος
προρρυθμίζω
View word page
προρραίνω
sprinkle beforehand

ShortDef

sprinkle beforehand

Debugging

Headword:
προρραίνω
Headword (normalized):
προρραίνω
Headword (normalized/stripped):
προρραινω
IDX:
74649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74650
Key:

Data

{'content': 'sprinkle beforehand'}