Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπύργιον
πρόπυργος
προπυρεταίνω
προπυριατέον
προπυριάω
προπυρόω
πρόπυστος
προπωγώνιον
προπωλέω
προπώλης
προπωλητικός
προρέω
προρεών
προροφάνω
προρραίνω
πρόρρευσις
πρόρρηγμα
προρρήγνυμαι
πρόρρημα
πρόρρησις
προρρητέον
View word page
προπωλητικός
connected with broking

ShortDef

connected with broking

Debugging

Headword:
προπωλητικός
Headword (normalized):
προπωλητικός
Headword (normalized/stripped):
προπωλητικος
IDX:
74645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74646
Key:

Data

{'content': 'connected with broking'}