Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπυλίτης
πρόπυλον
προπυλών
προπυνθάνομαι
προπύργιον
πρόπυργος
προπυρεταίνω
προπυριατέον
προπυριάω
προπυρόω
πρόπυστος
προπωγώνιον
προπωλέω
προπώλης
προπωλητικός
προρέω
προρεών
προροφάνω
προρραίνω
πρόρρευσις
πρόρρηγμα
View word page
πρόπυστος
having learnt before

ShortDef

having learnt before

Debugging

Headword:
πρόπυστος
Headword (normalized):
πρόπυστος
Headword (normalized/stripped):
προπυστος
IDX:
74641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74642
Key:

Data

{'content': 'having learnt before'}