Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπύλαιος
προπυλίς
προπυλίτης
πρόπυλον
προπυλών
προπυνθάνομαι
προπύργιον
πρόπυργος
προπυρεταίνω
προπυριατέον
προπυριάω
προπυρόω
πρόπυστος
προπωγώνιον
προπωλέω
προπώλης
προπωλητικός
προρέω
προρεών
προροφάνω
προρραίνω
View word page
προπυριάω
foment previously

ShortDef

foment previously

Debugging

Headword:
προπυριάω
Headword (normalized):
προπυριάω
Headword (normalized/stripped):
προπυριαω
IDX:
74639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74640
Key:

Data

{'content': 'foment previously'}