Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπτωτικός
προπύλαιος
προπυλίς
προπυλίτης
πρόπυλον
προπυλών
προπυνθάνομαι
προπύργιον
πρόπυργος
προπυρεταίνω
προπυριατέον
προπυριάω
προπυρόω
πρόπυστος
προπωγώνιον
προπωλέω
προπώλης
προπωλητικός
προρέω
προρεών
προροφάνω
View word page
προπυριατέον
one must foment previously
ShortDef
one must foment previously
Debugging
Headword:
προπυριατέον
Headword (normalized):
προπυριατέον
Headword (normalized/stripped):
προπυριατεον
IDX:
74638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74639
Key:
Data
{'content': 'one must foment previously'}