Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόπτωσις
προπτωτικός
προπύλαιος
προπυλίς
προπυλίτης
πρόπυλον
προπυλών
προπυνθάνομαι
προπύργιον
πρόπυργος
προπυρεταίνω
προπυριατέον
προπυριάω
προπυρόω
πρόπυστος
προπωγώνιον
προπωλέω
προπώλης
προπωλητικός
προρέω
προρεών
View word page
προπυρεταίνω
have a fever beforehand

ShortDef

have a fever beforehand

Debugging

Headword:
προπυρεταίνω
Headword (normalized):
προπυρεταίνω
Headword (normalized/stripped):
προπυρεταινω
IDX:
74637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74638
Key:

Data

{'content': 'have a fever beforehand'}