Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόπρυμνα
προπτόρθιον
προπτύω
πρόπτωσις
προπτωτικός
προπύλαιος
προπυλίς
προπυλίτης
πρόπυλον
προπυλών
προπυνθάνομαι
προπύργιον
πρόπυργος
προπυρεταίνω
προπυριατέον
προπυριάω
προπυρόω
πρόπυστος
προπωγώνιον
προπωλέω
προπώλης
View word page
προπυνθάνομαι
to learn by inquiring before, hear beforehand
ShortDef
to learn by inquiring before, hear beforehand
Debugging
Headword:
προπυνθάνομαι
Headword (normalized):
προπυνθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
προπυνθανομαι
IDX:
74634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74635
Key:
Data
{'content': 'to learn by inquiring before, hear beforehand'}