Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπροκαταΐγδην
προπροκυλίνδομαι
προπροφεγγής
πρόπρυμνα
προπτόρθιον
προπτύω
πρόπτωσις
προπτωτικός
προπύλαιος
προπυλίς
προπυλίτης
πρόπυλον
προπυλών
προπυνθάνομαι
προπύργιον
πρόπυργος
προπυρεταίνω
προπυριατέον
προπυριάω
προπυρόω
πρόπυστος
View word page
προπυλίτης
one who pursues his trade in a πρόπυλον
ShortDef
one who pursues his trade in a πρόπυλον
Debugging
Headword:
προπυλίτης
Headword (normalized):
προπυλίτης
Headword (normalized/stripped):
προπυλιτης
IDX:
74631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74632
Key:
Data
{'content': 'one who pursues his trade in a πρόπυλον'}