Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προποτίζω
προπότισμα
προποτιστέον
προπουματᾶς
πρόπους
προπραξία
πρόπρασις
προπράσσω
πρόπραχος
προπράων
προπρεσβεύω
προπρεών
προπρηνής
προπρό
προπροβιάζομαι
πρόπροθι
προπροκαταΐγδην
προπροκυλίνδομαι
προπροφεγγής
πρόπρυμνα
προπτόρθιον
View word page
προπρεσβεύω
accomplish previously as envoy
ShortDef
accomplish previously as envoy
Debugging
Headword:
προπρεσβεύω
Headword (normalized):
προπρεσβεύω
Headword (normalized/stripped):
προπρεσβευω
IDX:
74615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74616
Key:
Data
{'content': 'accomplish previously as envoy'}