Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπότης
προποτίζω
προπότισμα
προποτιστέον
προπουματᾶς
πρόπους
προπραξία
πρόπρασις
προπράσσω
πρόπραχος
προπράων
προπρεσβεύω
προπρεών
προπρηνής
προπρό
προπροβιάζομαι
πρόπροθι
προπροκαταΐγδην
προπροκυλίνδομαι
προπροφεγγής
πρόπρυμνα
View word page
προπράων
benevolent

ShortDef

benevolent

Debugging

Headword:
προπράων
Headword (normalized):
προπράων
Headword (normalized/stripped):
προπραων
IDX:
74614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74615
Key:

Data

{'content': 'benevolent'}