Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπόρφυρος
πρόποσις
προπότης
προποτίζω
προπότισμα
προποτιστέον
προπουματᾶς
πρόπους
προπραξία
πρόπρασις
προπράσσω
πρόπραχος
προπράων
προπρεσβεύω
προπρεών
προπρηνής
προπρό
προπροβιάζομαι
πρόπροθι
προπροκαταΐγδην
προπροκυλίνδομαι
View word page
προπράσσω
to do before
ShortDef
to do before
Debugging
Headword:
προπράσσω
Headword (normalized):
προπράσσω
Headword (normalized/stripped):
προπρασσω
IDX:
74612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74613
Key:
Data
{'content': 'to do before'}