Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπορεία
προπορεύομαι
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
πρόποσις
προπότης
προποτίζω
προπότισμα
προποτιστέον
προπουματᾶς
πρόπους
προπραξία
πρόπρασις
προπράσσω
πρόπραχος
προπράων
προπρεσβεύω
προπρεών
προπρηνής
View word page
προποτιστέον
one must administer a draught

ShortDef

one must administer a draught

Debugging

Headword:
προποτιστέον
Headword (normalized):
προποτιστέον
Headword (normalized/stripped):
προποτιστεον
IDX:
74607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74608
Key:

Data

{'content': 'one must administer a draught'}