Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Προποντίς
προπορεία
προπορεύομαι
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
πρόποσις
προπότης
προποτίζω
προπότισμα
προποτιστέον
προπουματᾶς
πρόπους
προπραξία
πρόπρασις
προπράσσω
πρόπραχος
προπράων
προπρεσβεύω
προπρεών
View word page
προπότισμα
draught

ShortDef

draught

Debugging

Headword:
προπότισμα
Headword (normalized):
προπότισμα
Headword (normalized/stripped):
προποτισμα
IDX:
74606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74607
Key:

Data

{'content': 'draught'}