Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορεύομαι
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
πρόποσις
προπότης
προποτίζω
προπότισμα
προποτιστέον
προπουματᾶς
πρόπους
προπραξία
πρόπρασις
προπράσσω
πρόπραχος
προπράων
προπρεσβεύω
View word page
προποτίζω
present as or in a draught
ShortDef
present as or in a draught
Debugging
Headword:
προποτίζω
Headword (normalized):
προποτίζω
Headword (normalized/stripped):
προποτιζω
IDX:
74605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74606
Key:
Data
{'content': 'present as or in a draught'}