Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορεύομαι
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
πρόποσις
προπότης
προποτίζω
προπότισμα
προποτιστέον
προπουματᾶς
πρόπους
προπραξία
πρόπρασις
προπράσσω
πρόπραχος
προπράων
View word page
προπότης
one who drinks healths

ShortDef

one who drinks healths

Debugging

Headword:
προπότης
Headword (normalized):
προπότης
Headword (normalized/stripped):
προποτης
IDX:
74604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74605
Key:

Data

{'content': 'one who drinks healths'}