Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπομπέω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορεύομαι
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
πρόποσις
προπότης
προποτίζω
προπότισμα
προποτιστέον
προπουματᾶς
πρόπους
προπραξία
πρόπρασις
προπράσσω
View word page
προπόρφυρος
purple-edged

ShortDef

purple-edged

Debugging

Headword:
προπόρφυρος
Headword (normalized):
προπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
προπορφυρος
IDX:
74602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74603
Key:

Data

{'content': 'purple-edged'}