Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπομπεύω
προπομπέω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορεύομαι
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
πρόποσις
προπότης
προποτίζω
προπότισμα
προποτιστέον
προπουματᾶς
πρόπους
προπραξία
πρόπρασις
View word page
προπορίζομαι
to be provided beforehand
ShortDef
to be provided beforehand
Debugging
Headword:
προπορίζομαι
Headword (normalized):
προπορίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προποριζομαι
IDX:
74601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74602
Key:
Data
{'content': 'to be provided beforehand'}