Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπομπεία
προπομπεύω
προπομπέω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορεύομαι
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
πρόποσις
προπότης
προποτίζω
προπότισμα
προποτιστέον
προπουματᾶς
πρόπους
προπραξία
View word page
προπορεύω
cause to go before

ShortDef

cause to go before

Debugging

Headword:
προπορεύω
Headword (normalized):
προπορεύω
Headword (normalized/stripped):
προπορευω
IDX:
74600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74601
Key:

Data

{'content': 'cause to go before'}