Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόπομα
προπομπεία
προπομπεύω
προπομπέω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορεύομαι
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
πρόποσις
προπότης
προποτίζω
προπότισμα
προποτιστέον
προπουματᾶς
πρόπους
View word page
προπορευτής
vanguard

ShortDef

vanguard

Debugging

Headword:
προπορευτής
Headword (normalized):
προπορευτής
Headword (normalized/stripped):
προπορευτης
IDX:
74599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74600
Key:

Data

{'content': 'vanguard'}