Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόπολος
πρόπομα
προπομπεία
προπομπεύω
προπομπέω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορεύομαι
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
πρόποσις
προπότης
προποτίζω
προπότισμα
προποτιστέον
προπουματᾶς
View word page
προπορεύομαι
to go before
ShortDef
to go before
Debugging
Headword:
προπορεύομαι
Headword (normalized):
προπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προπορευομαι
IDX:
74598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74599
Key:
Data
{'content': 'to go before'}