Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπολιτεύομαι
πρόπολος
πρόπομα
προπομπεία
προπομπεύω
προπομπέω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορεύομαι
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
πρόποσις
προπότης
προποτίζω
προπότισμα
προποτιστέον
View word page
προπορεία
those who go in front, advanced guard

ShortDef

those who go in front, advanced guard

Debugging

Headword:
προπορεία
Headword (normalized):
προπορεία
Headword (normalized/stripped):
προπορεια
IDX:
74597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74598
Key:

Data

{'content': 'those who go in front, advanced guard'}