Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπολιόομαι
προπόλιος
πρόπολις
προπολιτεύομαι
πρόπολος
πρόπομα
προπομπεία
προπομπεύω
προπομπέω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορεύομαι
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
πρόποσις
προπότης
View word page
προπομπός
escorting
ShortDef
escorting
Debugging
Headword:
προπομπός
Headword (normalized):
προπομπός
Headword (normalized/stripped):
προπομπος
IDX:
74594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74595
Key:
Data
{'content': 'escorting'}