Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπολέω
προπολιόομαι
προπόλιος
πρόπολις
προπολιτεύομαι
πρόπολος
πρόπομα
προπομπεία
προπομπεύω
προπομπέω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορεύομαι
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
πρόποσις
View word page
προπομπή
an attending, escorting

ShortDef

an attending, escorting

Debugging

Headword:
προπομπή
Headword (normalized):
προπομπή
Headword (normalized/stripped):
προπομπη
IDX:
74593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74594
Key:

Data

{'content': 'an attending, escorting'}