Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προπόλευμα
προπολεύω
προπολέω
προπολιόομαι
προπόλιος
πρόπολις
προπολιτεύομαι
πρόπολος
πρόπομα
προπομπεία
προπομπεύω
προπομπέω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορεύομαι
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
View word page
προπομπεύω
to go before in a procession
ShortDef
to go before in a procession
Debugging
Headword:
προπομπεύω
Headword (normalized):
προπομπεύω
Headword (normalized/stripped):
προπομπευω
IDX:
74591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74592
Key:
Data
{'content': 'to go before in a procession'}