Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προπόλεος
προπόλευμα
προπολεύω
προπολέω
προπολιόομαι
προπόλιος
πρόπολις
προπολιτεύομαι
πρόπολος
πρόπομα
προπομπεία
προπομπεύω
προπομπέω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορεύομαι
προπορευτής
προπορεύω
View word page
προπομπεία
escorting in procession, conducting

ShortDef

escorting in procession, conducting

Debugging

Headword:
προπομπεία
Headword (normalized):
προπομπεία
Headword (normalized/stripped):
προπομπεια
IDX:
74590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74591
Key:

Data

{'content': 'escorting in procession, conducting'}